- προσκυνητός
- προσκυνητόςto be worshippedmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκυνητός — ό / προσκυνητός, όν, ΝΜΑ [προσκυνῶ] νεοελλ. μσν. φιλοφρόνηση που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν στην αρχή ή και στο τέλος επιστολών ή και επίσημων αναφορών μσν. αρχ. αυτός που είναι ή γίνεται αντικείμενο προσκυνήματος. επίρρ... προσκυνητῶς Μ με… … Dictionary of Greek
προσκυνητόν — προσκυνητός to be worshipped masc acc sg προσκυνητός to be worshipped neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητοῖς — προσκυνητός to be worshipped masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητοί — προσκυνητός to be worshipped masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητῆς — προσκυνητός to be worshipped fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητέ — προσκυνητός to be worshipped masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητή — προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητῶς — προσκυνητός to be worshipped adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητῷ — προσκυνητός to be worshipped masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσκυνητά — προσκυνητά̱ , προσκυνητής worshipper masc nom/voc/acc dual προσκυνητής worshipper masc voc sg προσκυνητής worshipper masc nom sg (epic) προσκυνητός to be worshipped neut nom/voc/acc pl προσκυνητά̱ , προσκυνητός to be worshipped fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)